- στεφανίζω
- στεφᾰν-ίζω, [dialect] Dor. [tense] aor. 1 ἐστεφάνιξα,A crown, Ar.Eq.1225; [dialect] Att. [tense] aor. inf.
-ίσαι Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ίσαι Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεφανίζω — Α [στέφανος] στεφανώνω … Dictionary of Greek
στεφανίσαι — στεφανίζω crown aor inf act στεφανίσαῑ , στεφανίζω crown aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανισθείς — στεφανίζω crown aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστεφάνιξα — στεφανίζω crown aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)